αντιδιαβητικός

αντιδιαβητικός
-ή, -ό
(για φάρμακο, δίαιτα, τροφές) αυτός που αποβλέπει στην καταπολέμηση του διαβήτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι-* + διαβητικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αντιδιαβητικός — ή, ό αυτός που καταπολεμά το διαβήτη, που ωφελεί τους διαβητικούς: Το κυριότερο αντιδιαβητικό φάρμακο είναι η ινσουλίνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”